- ανελαστικότητα
- ηέλλειψη ελαστικότητας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
ανελαστικός — ή, ό αυτός που δεν επιδέχεται περιορισμό, μείωση, συμπίεση: Aνελαστικές δαπάνες του προϋπολογισμού. Ουσ. ανελαστικότητα, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)